δεματοποιός
Смотреть что такое "δεματοποιός" в других словарях:
δεματοποιός — ο ο δεματάς … Dictionary of Greek
δεματοποιώ — ( έω) [δεματοποιός] δεματιάζω … Dictionary of Greek
δεματοποιός — ο ο δεματάς … Dictionary of Greek
δεματοποιώ — ( έω) [δεματοποιός] δεματιάζω … Dictionary of Greek